- φυτικώς
- Αεπίρρ. βλ. φυτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτικῶς — φυτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτικός — ή, ό / φυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φυτόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυτά (α. «φυτικό βασίλειο» το σύνολο τών φυτών β. «φυτικό κύτταρο» γ. «τοῦ ἀλόγου δὲ τὸ μὲν ἔοικε κοινῷ καὶ φυτικῷ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. (για ανατ. σχηματισμό,… … Dictionary of Greek